Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ия η μονοτυπία

См. также в других словарях:

  • μονοτυπία — η 1. μηχανή με την οποία στοιχειοθετούνται κινητά τυπογραφικά στοιχεία. 2. σύστημα μηχανικής τυπογραφικής σύνθεσης με ξεχωριστά τυπογραφικά στοιχεία: Πολλά βιβλία γίνονται με μονοτυπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • τυπογραφία — Η αναπαραγωγή κειμένου ή εικόνων με κινητά ανάγλυφα στοιχεία. Σε παλαιότερα χρόνια, η στοιχειοθεσία γινόταν με το χέρι, με την εξέλιξη της τεχνικής όμως έχουν εισαχθεί πολλές νέες μέθοδοι (λινοτυπική μηχανή, μονοτυπία, όφσετ) που παρέχουν… …   Dictionary of Greek

  • μονοτύπης — ο τυπογράφος ειδικευμένος στη μονοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτο τύπης, χαλκο τύπης] …   Dictionary of Greek

  • φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • μονοτυπικός — ή, ό ο σχετικός με τη μονοτυπία: Μονοτυπική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοτύπης — ο τυπογράφος που είναι ειδικευμένος στη μονοτυπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»